- μοσκοβολώ
- μοσκοβόλησα, μοσκοβολημένος, βγάζω ευχάριστη μυρουδιά, μοσκομυρίζω, ευωδιάζω: Όταν μαγειρεύει η μητέρα μου, μοσκοβολά η γειτονιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοσκοβολώ — και, άω βλ. μοσχοβολώ … Dictionary of Greek
ασπροβολώ — ( άω) λάμπω με τη λευκότητα μου, ρίχνω λευκή ανταύγεια («ασπροβολούνε τα βουνά από το χιόνι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + βολώ < βολος < βάλλω (πρβλ. αγκυροβολώ, γεννοβολώ, μοσκοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
μοσχοβολώ — έω και μοσκοβολώ, άω [μοσχοβόλος] αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, μοσχομυρίζω, ευωδιάζω … Dictionary of Greek
μοσκοβολάω — (σπάν. μοσκοβολώ) 1 μοσκοβόλησα βλ. πίν. 58 2 → δες μοσχοβολάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μοσκομυρίζω — μοσκομύρισα, μοσκομυρισμένος, μοσκοβολώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)